σκαρπαίος

σκαρπαίος
-α, -ο, Ν
φρ. α) «σκαρπαίο τρίγωνο»
ανατ. τριγωνική περιοχή τής πρόσθιας έσω επιφάνειας τού μηρού, μεταξύ βουβωνικού συνδέσμου προς τα επάνω, μακρού προσαγωγού μυός προς τα έσω και ραπτικού μυός προς τα έξω, περιοχή από την οποία διέρχονται η μηριαία αρτηρία, η μηριαία φλέβα και το μηριαίο νεύρο, αλλ. τρίγωνο τού Σκάρπα ή μηριαίο τρίγωνο
β) «σκαρπαίο γάγγλιο»
ανατ. γάγγλιο που βρίσκεται στο βάθος τού έσω ακουστικού πόρου και ανήκει στο αιθουσαίο νεύρο, αλλ. γάγγλιο τού Σκάρπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Ιταλού ανατόμου και χειρουργού Αntonio Scarpa, ο οποίος πρώτος επισήμανε και μελέτησε τους παραπάνω ανατομικούς σχηματισμούς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”